- καταληκτικός
- -ή, -ό (Α καταληκτικός, -ή, -όν) [καταλήγω]1. αυτός με τον οποίο λήγει κάτι, αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο τέλος2. φρ. «καταληκτικοί στίχοι» — οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο πόδανεοελλ.γραμμ. «καταληκτική ονομαστική» — χαρακτηρισμός ονομαστικής τριτόκλητου ονόματος η οποία σχηματίζεται με την κατάληξη -ς.επίρρ...καταληκτικῶς (AM)τελείως, τελειωτικά.————————-ή, -ό (Α καταληπτικός, -ή, -όν)αυτός που μπορεί να κυριεύσει, να καταλάβεινεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόσο καταληψία*2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από καταληψία3. (ψυχολ.) φρ. «καταληπτική ψυχολογία» — η ψυχολογία που δέχεται ότι η πορεία τών ψυχικών φαινομένων είναι αποτέλεσμα βουλητικής ενέργειας, σε αντιδιαστολή με τη συνειρμικήαρχ.1. (για τη διάνοια) αυτός που μπορεί να εννοήσει κάτι2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταληπτικόνη δύναμη τής αντίληψης.επίρρ...καταληπτικῶς (Α)1. με άμεση αντίληψη2. προφανώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταληπτός. Με τη νεοελλ. σημασία «αυτός που αναφέρεται στη νόσο καταληψία» η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cataleptic < catalept- (πρβλ. καταληπτ-ός) + -ic (πρβλ. -ικός) και μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικόλαου Κοντόπουλου].
Dictionary of Greek. 2013.